-
1 σουτ!
[сут] εκιφ. тсс!Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > σουτ!
-
2 судьба
[σουτ"μπά] ουσ. θ. μοίρα -
3 суть
[σούτ’] ουσ. Θ. ουσία -
4 шут
[σούτ] ουσ. α γελωτοποιός, παλιάτσος -
5 судьба
[σουτ"μπά] ουσ θ μοίρα -
6 суть
[σούτ’] ουσ θ ουσία -
7 шут
[σούτ] ουσ α γελωτοποιός, παλιάτσος -
8 удар
удар м το χτύπημα, η κρούση· η κλωτσιά (ногой )' το σουτ (спорт.)' угловой \удар το κόρνερ* * *углово́й уда́р — το κόρνερ
-
9 ворота
воротамн.1. ἡ πύλη, ἡ ἐξώπορτα, ἡ αὐλόπορτα:шлюзные \ворота ἡ ὑδροφρακτική θύρα· триумфальные \ворота ἡ θριαμβευτική ἀψίδα·2. спорт. ἡ ἐστία, τό τέρμα:удар Β \ворота τό σουτ στό τέρμα. -
10 молчать
молчатьнесов σιωπώ, σωπαίνω, λουφάζω:\молчать1 σῶπα!, σουτ!, σιωπή!· молчи! πάψε! -
11 тсс!
тсс!межд σουτ! -
12 цыц
цыцмежд разг σιωπή!, σουτ! -
13 ш-ш
ш-шмежд σιωπή!, σουτ! -
14 тсс!
[τσς] εκιφ. σουτ! -
15 цыц!
[τσύτς] επίφ. σουτ! -
16 ш-ш!
[σ-σ] εκιφ. σουτ! σιωπή! -
17 тсс!
[τσς] εκιφ. σουτ! -
18 цыц!
[τσύτς] επίφ. σουτ! -
19 ш-ш!
[σ-σ] εκιφ. σουτ! σιωπή! -
20 зашикать
ρ.σ, αρχίζω να σιγοφωνάζω σουτ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
σουτ — (I) και σουστ και σους και σου Ν επιφών. σιωπή! σιγά! [ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ.]. (II) το, Ν 1. (στο ποδόσφαιρο) το τελικό λάκτισμα τής μπάλας στην αντίπαλη εστία 2. (στην καλαθοσφαίριση) πετυχημένη βολή τής μπάλας 3. φρ. «έφαγε σουτ» τόν… … Dictionary of Greek
σουτ — επιφών., σιωπή. το άκλ. (λ. αγγλ.), δυνατή κλοτσιά: Μ ένα ισχυρό σουτ σημείωσε το πρώτο γκολ της ομάδας του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουτέρ — ο, Ν άκλ. (στο ποδόσφαιρο) παίκτης ικανός στην εκτέλεση σουτ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. shooter < shoot «σουτ»] … Dictionary of Greek
ποδόσφαιρο — Άθλημα, που συγκεντρώνει τους περισσότερους θαυμαστές, οι oποίοι διακρίνονται για τις ενθουσιώδεις εκδηλώσεις τους και συχνά για το φανατισμό τους. Παίζεται σε καθορισμένο ανοιχτό χώρο από δύο ενδεκαμελείς ομάδες, κάθε μια από τις oποίες… … Dictionary of Greek
ποππύζω — δωρ. τ. ποππύσδω, Α 1. (ε νεργ και μέσ.) συρίζω με μισόκλειστα χείλη, ιδίως για να καλέσω ζώο («τοῑς δὲ αἰλούροις καὶ τοῑς ἰχνεύμοσι... ποππύζοντες», Διόδ.) 2. κράζω, φωνάζω κάποιον 3. μιλώ τρυφερά, θωπεύω («καὶ τὸ παιδίον τῆς τίτθης ἀφελόμενος … Dictionary of Greek
σιωπή — η, ΝΜΑ, και σπάν. τ. σωπή Α 1. η έλλειψη, η διακοπή, η παύση τής ομιλίας (α. «ο πρόεδρος τού σώματος επέβαλε σε όλους σιωπή» β. «τῇ... σάλπιγγι σιωπὴ ὑπεσημάνθη», Θουκ.) 2. (κατ επέκτ.) η έλλειψη κάθε θορύβου, ησυχία, γαλήνη, σιγή (α. «άκρα τού… … Dictionary of Greek
σουτάρω — Ν (στο ποδόσφαιρο) λακτίζω, κλοτσώ με ορμή την μπάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σουτ + κατάλ. άρω (πρβλ. γουστ άρω)] … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
Εσθονία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Εσθονίας Παλαιότερη ονομασία: Εσθονική Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία (1947 90) Έκταση: 45.227 τ. χλμ Πληθυσμός: 1.415.681 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ταλίν (404.000 κάτ. το 2000)Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη… … Dictionary of Greek
Σμαρέλια, Αντόνιο — (Smareglia). Ιταλός συνθέτης (Πούα 1854 Γκράντο 1929). Σπούδασε στη Βιέννη και στο Ωδείο του Μιλάνου όπου είχε δάσκαλο το Φ. Φάτσιο. Ήταν ακόμα μαθητής όταν έγραψε το πρώτο του συμφωνικό έργο Ελεωνόρα (1877), που γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek